συντακτικός

συντακτικός
συντακτικός
putting together
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • συντακτικός — ή, ό / συντακτικός, ή, όν, ΝΑ, και συνταχτικός Ν [συντάσσω] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σύνταξη νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σύνταγμα μιας χώρας 2. το ουδ. ως ουσ. το συντακτικό γραμμ. το μέρος τής γραμματικής που… …   Dictionary of Greek

  • συντακτικός — ή, ό επίρρ. ά 1. (γραμμ.), αυτός που αναφέρεται στη σύνταξη: Δεν απάντησε στις συντακτικές παρατηρήσεις. 2. (χημ.), «συντακτικός τύπος μιας ένωσης», αυτός που δείχνει τη διάταξη των ατόμων στα μόρια μιας χημικής ένωσης. 3. «συντακτική συνέλευση» …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συντακτικόν — συντακτικός putting together masc acc sg συντακτικός putting together neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντακτικῆς — συντακτικός putting together fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντακτική — συντακτικός putting together fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντακτικήν — συντακτικός putting together fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντακτικωτάτας — συντακτικωτάτᾱς , συντακτικός putting together fem acc superl pl συντακτικωτάτᾱς , συντακτικός putting together fem gen superl sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • синтаксис — с XVII в.; см. Фасмер, Гр. сл. эт. 179. Через лат. syntaхis или прямо из греч. σύνταξις. Отсюда вторичное синтаксист ученик определенного класса духовного училища ; сюда же синтаксический, прилаг., в то время как синтактик, синтактический… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • sintáctico — ► adjetivo LINGÜÍSTICA De la sintaxis. * * * sintáctico, a (del gr. «syntaktikós») adj. De [la] sintaxis. * * * sintáctico, ca. (Del gr. συντακτικός). adj. Gram. Perteneciente o relativo a la sintaxis. * * * ► …   Enciclopedia Universal

  • ετερογενής — ές (ΑΜ ἑτερογενής, ές) 1. αυτός που ανήκει σε άλλο γένος («ετερογενή ζώα») 2. αυτός που ανήκει σε άλλη φυλή, αλλοεθνής 3. αυτός που δεν αποτελείται από τα ίδια στοιχεία ή τις ίδιες ιδιότητες, ο ανάμικτος, ο ανομοιόμορφος («ετερογενές φορτίο») 4.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”